καταφιλέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
καταφιλέω-καταφιλῶ
- φιλώ πολλές φορές, καταφιλώ
- Κύρου κατεφίλουν καὶ χεῖρας καὶ πόδας, πολλὰ δακρύοντες ἅμα χαρᾷ καὶ εὐφραινόμενοι. (Ξενοφών)
- τοὺς μὲν καλοὺς φιλήσοντός μου, τοὺς δ᾽ ἀγαθοὺς καταφιλήσοντος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.