κατασπαράζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ta.spaˈɾa.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐σπα‐ρά‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος
κατασπαράζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος κατασπαράζω
- άλλες μορφές: κατασπαράσσομαι (λογιότερο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.