καταρρακώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
καταρρακώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταρρακώνω
- θα καταρρακώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταρρακώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
καταρρακώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καταρράκωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.