καταπτοούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καταπτοούμαι | καταπτοούμουν | θα καταπτοούμαι | να καταπτοούμαι | ||
| β' ενικ. | καταπτοείσαι | καταπτοούσουν | θα καταπτοείσαι | να καταπτοείσαι | ||
| γ' ενικ. | καταπτοείται | καταπτοούνταν | θα καταπτοείται | να καταπτοείται | ||
| α' πληθ. | καταπτοούμαστε | καταπτοούμασταν καταπτοούμαστε |
θα καταπτοούμαστε | να καταπτοούμαστε | ||
| β' πληθ. | καταπτοείστε | καταπτοούσασταν καταπτοούσαστε |
θα καταπτοείστε | να καταπτοείστε | καταπτοείστε | |
| γ' πληθ. | καταπτοούνται | καταπτοούνταν | θα καταπτοούνται | να καταπτοούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καταπτοήθηκα | θα καταπτοηθώ | να καταπτοηθώ | καταπτοηθεί | ||
| β' ενικ. | καταπτοήθηκες | θα καταπτοηθείς | να καταπτοηθείς | καταπτοήσου | ||
| γ' ενικ. | καταπτοήθηκε | θα καταπτοηθεί | να καταπτοηθεί | |||
| α' πληθ. | καταπτοηθήκαμε | θα καταπτοηθούμε | να καταπτοηθούμε | |||
| β' πληθ. | καταπτοηθήκατε | θα καταπτοηθείτε | να καταπτοηθείτε | καταπτοηθείτε | ||
| γ' πληθ. | καταπτοήθηκαν καταπτοηθήκαν(ε) |
θα καταπτοηθούν(ε) | να καταπτοηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω καταπτοηθεί | είχα καταπτοηθεί | θα έχω καταπτοηθεί | να έχω καταπτοηθεί | καταπτοημένος | |
| β' ενικ. | έχεις καταπτοηθεί | είχες καταπτοηθεί | θα έχεις καταπτοηθεί | να έχεις καταπτοηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει καταπτοηθεί | είχε καταπτοηθεί | θα έχει καταπτοηθεί | να έχει καταπτοηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε καταπτοηθεί | είχαμε καταπτοηθεί | θα έχουμε καταπτοηθεί | να έχουμε καταπτοηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε καταπτοηθεί | είχατε καταπτοηθεί | θα έχετε καταπτοηθεί | να έχετε καταπτοηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν καταπτοηθεί | είχαν καταπτοηθεί | θα έχουν καταπτοηθεί | να έχουν καταπτοηθεί | ||
Μεταφράσεις
καταπτοούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.