καταπτοώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταπτοώ < ελληνιστική κοινή καταπτοέω / καταπτοῶ

Ρήμα

καταπτοώ (παθητική φωνή: καταπτοούμαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.