καταπολεμήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

καταπολεμήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταπολεμώ
  2. θα καταπολεμήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταπολεμώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

καταπολεμήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καταπολέμηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.