καταπηδάω

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

καταπηδάω < αρχαία ελληνική καταπηδάω[1]

Ρήμα

καταπηδάω

Αναφορές

  1. καταπηδάω -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

καταπηδάω < κατα- + πηδάω

Ρήμα

καταπηδάω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Συγγενικά

  • καταπήδησις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.