καταξιώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

καταξιώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταξιώνω
  2. θα καταξιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταξιώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

καταξιώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καταξίωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.