κατανοούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κατανοούμαι | κατανοούμουν | θα κατανοούμαι | να κατανοούμαι | ||
| β' ενικ. | κατανοείσαι | κατανοούσουν | θα κατανοείσαι | να κατανοείσαι | ||
| γ' ενικ. | κατανοείται | κατανοούνταν | θα κατανοείται | να κατανοείται | ||
| α' πληθ. | κατανοούμαστε | κατανοούμασταν κατανοούμαστε |
θα κατανοούμαστε | να κατανοούμαστε | ||
| β' πληθ. | κατανοείστε | κατανοούσασταν κατανοούσαστε |
θα κατανοείστε | να κατανοείστε | κατανοείστε | |
| γ' πληθ. | κατανοούνται | κατανοούνταν | θα κατανοούνται | να κατανοούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατανοήθηκα | θα κατανοηθώ | να κατανοηθώ | κατανοηθεί | ||
| β' ενικ. | κατανοήθηκες | θα κατανοηθείς | να κατανοηθείς | κατανοήσου | ||
| γ' ενικ. | κατανοήθηκε | θα κατανοηθεί | να κατανοηθεί | |||
| α' πληθ. | κατανοηθήκαμε | θα κατανοηθούμε | να κατανοηθούμε | |||
| β' πληθ. | κατανοηθήκατε | θα κατανοηθείτε | να κατανοηθείτε | κατανοηθείτε | ||
| γ' πληθ. | κατανοήθηκαν κατανοηθήκαν(ε) |
θα κατανοηθούν(ε) | να κατανοηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω κατανοηθεί | είχα κατανοηθεί | θα έχω κατανοηθεί | να έχω κατανοηθεί | κατανοημένος | |
| β' ενικ. | έχεις κατανοηθεί | είχες κατανοηθεί | θα έχεις κατανοηθεί | να έχεις κατανοηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει κατανοηθεί | είχε κατανοηθεί | θα έχει κατανοηθεί | να έχει κατανοηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε κατανοηθεί | είχαμε κατανοηθεί | θα έχουμε κατανοηθεί | να έχουμε κατανοηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε κατανοηθεί | είχατε κατανοηθεί | θα έχετε κατανοηθεί | να έχετε κατανοηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν κατανοηθεί | είχαν κατανοηθεί | θα έχουν κατανοηθεί | να έχουν κατανοηθεί | ||
Μεταφράσεις
κατανοούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.