καταναλώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

καταναλώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταναλώνω
  2. θα καταναλώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταναλώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

καταναλώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατανάλωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.