κατακλέβω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
κατακλέβω
- κλέβω τα πάντα ή τα περισσότερα από όσα υπάρχουν για να κλαπούν
- χρεώνω περισσότερα από ότι συνηθίζεται / είναι σωστό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.