καταδιωκτικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
καταδιωκτικά
<
καταδιωκτικός
+
-ά
Επίρρημα
καταδιωκτικά
με
καταδιωκτικό
τρόπο
,
καταδιώκοντας
Μεταφράσεις
καταδιωκτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
καταδιωκτικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
καταδιωκτικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.