καταβρέχομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταβρέχομαι < παθητική φωνή του ρήματος καταβρέχω
Ρήμα
καταβρέχομαι
- Οταν τελειώνουν οι εξετάσεις οι μαθητές συχνά καταβρέχονται
- Στην πλαζ, αντι να βουτάω στη θάλασσα κάθε φορά που ζεσταίνομαι, καταβρέχομαι με ένα μπουκάλι νερό
Μεταφράσεις
καταβρέχομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.