καμπουρωτά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
καμπουρωτά
<
καμπουρωτός
+
-ά
Επίρρημα
καμπουρωτά
με
καμπουρωτό
τρόπο
Μεταφράσεις
καμπουρωτά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
καμπουρωτά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
καμπουρωτό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.