καμπάγιον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

καμπάγιον < (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική λατινική campagus + -ιον[1]

Ουσιαστικό

καμπάγιον ουδέτερο

  1. (υπόδηση) είδος (στρατιωτικού) ρωμαϊκού ή βυζαντινού ξώφτερνου υποδήματος
      ἐφόρεσεν στιχάριν διβητήσιν αὐρόκλαβον καὶ ζωνάριν καὶ τουβία καὶ καμπάγια βασιλικὰ (Κωνσταντίνος Ζ' Πορφυρογέννητος, 423, 3)
  2. (υπόδηση) είδος υποδήματος

Συνώνυμα

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.