campagus
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
campagus αρσενικό (λέξη της μεσαιωνικής λατινικής)
- καμπάγι, είδος (στρατιωτικού) ρωμαϊκού ή βυζαντινού ξώφτερνου επίσημου/βασιλικού υποδήματος
- ※ corrigias gemmeas adnexuit, cum campagos reticulos appellaret (Scriptores Historiae Augustae, Gallieni duo, 16, 6, 1)
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | campagus | campagī |
| γενική | campagī | campagōrum |
| δοτική | campagō | campagīs |
| αιτιατική | campagum | campagōs |
| κλητική | campage | campagī |
| αφαιρετική | campagō | campagīs |
Πηγές
- campagus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.