καλτσόν
Νέα ελληνικά (el)

Παλιά διαφήμιση για καλτσόν.
Ουσιαστικό
καλτσόν ουδέτερο άκλιτο
- κάλυμμα για τα πόδια, όπως οι κάλτσες, αλλά μονοκόμματο και από λεπτότερο ύφασμα, και που φτάνει έως τη μέση· φοριέται κυρίως από γυναίκες
Εκφράσεις
- σιγά μη σου σκιτσεί το καλ(τ)σόν: ειρωνική αποστροφή σε κάποιον που υποκρίνεται ότι αγωνίζεται σκληρά με επιμονή και μαχητικότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.