καλοψυχίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καλοψυχίζω < μεσαιωνική ελληνική καλοψυχίζω < καλόψυχος

Ρήμα

καλοψυχίζω

  1. καλοκαρδίζω, ευσπλαχνίζομαι
  2. εύχομαι σε κάποιον να είναι καλόψυχος μέχρι να ξεψυχήσει

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.