καλοσυνηθίζω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καλοσυνηθίζω | καλοσυνήθιζα | θα καλοσυνηθίζω | να καλοσυνηθίζω | καλοσυνηθίζοντας | |
| β' ενικ. | καλοσυνηθίζεις | καλοσυνήθιζες | θα καλοσυνηθίζεις | να καλοσυνηθίζεις | καλοσυνήθιζε | |
| γ' ενικ. | καλοσυνηθίζει | καλοσυνήθιζε | θα καλοσυνηθίζει | να καλοσυνηθίζει | ||
| α' πληθ. | καλοσυνηθίζουμε | καλοσυνηθίζαμε | θα καλοσυνηθίζουμε | να καλοσυνηθίζουμε | ||
| β' πληθ. | καλοσυνηθίζετε | καλοσυνηθίζατε | θα καλοσυνηθίζετε | να καλοσυνηθίζετε | καλοσυνηθίζετε | |
| γ' πληθ. | καλοσυνηθίζουν(ε) | καλοσυνήθιζαν καλοσυνηθίζαν(ε) |
θα καλοσυνηθίζουν(ε) | να καλοσυνηθίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καλοσυνήθισα | θα καλοσυνηθίσω | να καλοσυνηθίσω | καλοσυνηθίσει | ||
| β' ενικ. | καλοσυνήθισες | θα καλοσυνηθίσεις | να καλοσυνηθίσεις | καλοσυνήθισε | ||
| γ' ενικ. | καλοσυνήθισε | θα καλοσυνηθίσει | να καλοσυνηθίσει | |||
| α' πληθ. | καλοσυνηθίσαμε | θα καλοσυνηθίσουμε | να καλοσυνηθίσουμε | |||
| β' πληθ. | καλοσυνηθίσατε | θα καλοσυνηθίσετε | να καλοσυνηθίσετε | καλοσυνηθίστε | ||
| γ' πληθ. | καλοσυνήθισαν καλοσυνηθίσαν(ε) |
θα καλοσυνηθίσουν(ε) | να καλοσυνηθίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καλοσυνηθίσει | είχα καλοσυνηθίσει | θα έχω καλοσυνηθίσει | να έχω καλοσυνηθίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καλοσυνηθίσει | είχες καλοσυνηθίσει | θα έχεις καλοσυνηθίσει | να έχεις καλοσυνηθίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καλοσυνηθίσει | είχε καλοσυνηθίσει | θα έχει καλοσυνηθίσει | να έχει καλοσυνηθίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καλοσυνηθίσει | είχαμε καλοσυνηθίσει | θα έχουμε καλοσυνηθίσει | να έχουμε καλοσυνηθίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καλοσυνηθίσει | είχατε καλοσυνηθίσει | θα έχετε καλοσυνηθίσει | να έχετε καλοσυνηθίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καλοσυνηθίσει | είχαν καλοσυνηθίσει | θα έχουν καλοσυνηθίσει | να έχουν καλοσυνηθίσει |
| |
Μεταφράσεις
καλοσυνηθίζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.