κάνω νερά
Νέα ελληνικά (el)
Έκφραση
κάνω νερά
- πλημμυρίζω με νερό
- (μεταφορικά) πράττω τα αντίθετα από τα συμφωνηθέντα
- είπαμε ν' ανοίξουμε τη νέα επιχείρηση, έβαλα και λεφτά, αλλά μετά άρχισε να μου κάνει νερά
Μεταφράσεις
κάνω νερά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.