κάιζερ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κάιζερ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Kaiser
Ουσιαστικό
κάιζερ αρσενικό άκλιτο
- ο Γερμανός μονάρχης
- ※ Άλλοτε, ο Κάιζερ υποχρέωνε τους πολίτες να παραμερίζουνε στο δρόμο μόλις βλέπουν αξιωματικό και να τον χαιρετάνε με βαθιά υπόκλιση. (Σωτήρης Πατατζής Κάιζερ! Κάιζερ! [διήγημα])
-
κάιζερ στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.