ισοψηφώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ισοψηφώ < ισόψηφος +

Ρήμα

ισοψηφώ

  • συγκεντρώνω τον ίδιο αριθμό ψήφων με κάποιον άλλον
    οι δύο υποψήφιοι ισοφήφισαν με 42 ψήφους ο καθένας

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.