ισάζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈsa.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ισάζoμαι

Ρήμα

ισάζομαι

Σημειώσεις

  • Σπάνια παθητική φωνή, που δεν καταγράφεται σε αρκετά λεξικά.[1] Δείτε και ισιάζω

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.