ιατρεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ιατρεύω < αρχαία ελληνική ἰατρεύω
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ιατρεύω | ιάτρευα | θα ιατρεύω | να ιατρεύω | ιατρεύοντας | |
| β' ενικ. | ιατρεύεις | ιάτρευες | θα ιατρεύεις | να ιατρεύεις | ιάτρευε | |
| γ' ενικ. | ιατρεύει | ιάτρευε | θα ιατρεύει | να ιατρεύει | ||
| α' πληθ. | ιατρεύουμε | ιατρεύαμε | θα ιατρεύουμε | να ιατρεύουμε | ||
| β' πληθ. | ιατρεύετε | ιατρεύατε | θα ιατρεύετε | να ιατρεύετε | ιατρεύετε | |
| γ' πληθ. | ιατρεύουν(ε) | ιάτρευαν ιατρεύαν(ε) |
θα ιατρεύουν(ε) | να ιατρεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ιάτρεψα | θα ιατρέψω | να ιατρέψω | ιατρέψει | ||
| β' ενικ. | ιάτρεψες | θα ιατρέψεις | να ιατρέψεις | ιάτρεψε | ||
| γ' ενικ. | ιάτρεψε | θα ιατρέψει | να ιατρέψει | |||
| α' πληθ. | ιατρέψαμε | θα ιατρέψουμε | να ιατρέψουμε | |||
| β' πληθ. | ιατρέψατε | θα ιατρέψετε | να ιατρέψετε | ιατρέψτε | ||
| γ' πληθ. | ιάτρεψαν ιατρέψαν(ε) |
θα ιατρέψουν(ε) | να ιατρέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ιατρέψει | είχα ιατρέψει | θα έχω ιατρέψει | να έχω ιατρέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις ιατρέψει | είχες ιατρέψει | θα έχεις ιατρέψει | να έχεις ιατρέψει | έχε ιατρεμένο | |
| γ' ενικ. | έχει ιατρέψει | είχε ιατρέψει | θα έχει ιατρέψει | να έχει ιατρέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ιατρέψει | είχαμε ιατρέψει | θα έχουμε ιατρέψει | να έχουμε ιατρέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε ιατρέψει | είχατε ιατρέψει | θα έχετε ιατρέψει | να έχετε ιατρέψει | έχετε ιατρεμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν ιατρέψει | είχαν ιατρέψει | θα έχουν ιατρέψει | να έχουν ιατρέψει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ιατρεμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ιατρεμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ιατρεμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ιατρεμένο | |||||
Μεταφράσεις
ιατρεύω
|
→ δείτε τη λέξη γιατρεύω |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.