θυροκολλήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
θυροκολλήσεις
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
θυροκολλήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θυροκόλληση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.