θυροκολλήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

θυροκολλήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θυροκολλώ
  2. θα θυροκολλήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θυροκολλώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

θυροκολλήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θυροκόλληση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.