θρομβολυτικά
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
θρομβολυτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θρομβολυτικό, ουδέτερο του θρομβολυτικός
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
θρομβολυτικά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θρομβολυτικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.