θλίψεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

θλίψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θλίβω
  2. θα θλίψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θλίβω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

θλίψεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θλίψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.