θερμαλατέα

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

θερμαλατέα < (θερμός) θερμ- + ἁλάτ(ιον) + -έα

Ουσιαστικό

θερμαλατέα θηλυκό

  • (γαστρονομία) πρόχειρο φαγητό από βραστό νερό, λαδόξυδο, σκόρδο, ξερό ψωμί

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.