θελήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

θελήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θέλω
  2. θα θελήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θέλω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

θελήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θέληση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.