θαρσέω
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
θαρσέω
<
θάρσος
( &
θράσος
και
θάρρος
)
Ρήμα
θαρσέω
-
θαρσῶ
(και
θαρρέω
-
θαρρῶ
)
παίρνω
θάρρος
, έχω
θάρρος
, τόλμη, ίσως και παράτολμο θάρρος
έχω
εμπιστοσύνη
Συγγενικά
θάρρος
,
θάρσος
,
θράσος
θαρσαλέος
,
θαρραλέος
θάρσυνος
θαρσύνω
και
θαρρύνω
θαρσύς
θάρσησις
θαρσούντως
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.