θαρσέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

θαρσέω < θάρσος ( & θράσος και θάρρος)

Ρήμα

θαρσέω-θαρσῶ (και θαρρέω-θαρρῶ)

  1. παίρνω θάρρος, έχω θάρρος, τόλμη, ίσως και παράτολμο θάρρος
  2. έχω εμπιστοσύνη

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.