θαλασσεύω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

θαλασσεύω < θάλασσ(α) + -εύω

Ρήμα

θαλασσεύω

  1. βρίσκομαι ή ταξιδεύω στη θάλασσα
  2. με καλύπτει το νερό της θάλασσας
  3. μιλάω χρησιμοποιώντας το λεξιλόγιο και τις εκφράσεις των ναυτικών

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.