ηροστράτειος δόξα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ηροστράτειος δόξα < ο λόγιος θηλυκός τύπος του επιθέτου ηροστράτειος (για αναφορά στον αρχαίο Ἡρόστρατο) & δόξα

Προφορά

ΔΦΑ : /iɾoˈstɾatios ˈðoksa/

Έκφραση

ηροστράτειος δόξα [1]

  • φήμη (κατ' ευφημισμόν δόξα) που κατακτάει κάποιος διαπράττοντας μια καταστροφική πράξη, όπως έκανε ο εμπρηστής Ηρόστρατος

Συγγενικά

  • ηροστράτειο έργο

 και δείτε τις λέξεις Ηρόστρατος και δόξα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. «ηροστράτειος, -α, -ο & ηροστράτειος δόξα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.