ηλεκτροδοτήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
ηλεκτροδοτήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ηλεκτροδοτώ
- θα ηλεκτροδοτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ηλεκτροδοτώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
ηλεκτροδοτήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ηλεκτροδότηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.