ζῳοτρόφος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ζῳοτρόφος | τὸ ζῳοτρόφον | οἱ, αἱ ζῳοτρόφοι | τὰ ζῳοτρόφα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ζῳοτρόφου | τοῦ ζῳοτρόφου | τῶν ζῳοτρόφων | τῶν ζῳοτρόφων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ζῳοτρόφῳ | τῷ ζῳοτρόφῳ | τοῖς, ταῖς ζῳοτρόφοις | τοῖς ζῳοτρόφοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ζῳοτρόφον | τὸ ζῳοτρόφον | τοὺς, τὰς ζῳοτρόφους | τὰ ζῳοτρόφα |
| Κλητική | ζῳοτρόφε | ζῳοτρόφον | ζῳοτρόφοι | ζῳοτρόφα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ζῳοτρόφω | |||
| Γενική-Δοτική | ζῳοτρόφοιν | |||
Ετυμολογία
- ζῳοτρόφος < αρχαία ελληνική ζῷον + τρέφω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.