ζυμώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ζυμώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζυμώνω
  2. θα ζυμώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζυμώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ζυμώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ζύμωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.