ζουπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ζουπώ: → δείτε τη λέξη ζουπάω
Προφορά
- ΔΦΑ : /zuˈpo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζου‐πώ
Ρήμα
ζουπώ
- (παρωχημένο) λιγότερο συνηθισμένη μορφή του ζουπάω
- δείτε #σημειώσεις και #κλίσεις για το ζουπάω & ζουλάω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.