ζηλιάρικο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ζηλιάρικο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ζηλιάρης
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ζηλιάρικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.