ζαφειρόπετρες
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
ζαφειρόπετρες
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ζαφειρόπετρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.