ζατρεφής
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
ζατρεφής
<
ζα
(
επιτατικό
μόριο) και
τρέφω
Επίθετο
ζατρεφής
, ής, ές
ο
καλοθρεμμένος
, ο
παχουλός
, ο
ευτραφής
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.