ζα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ζα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈza/
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
ζα
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ζώα, πληθυντικός αριθμός του ζώο
- ※ Oι γαϊδάροι ακούσαν το μεγάλο κάλεσμα και απάντησαν με το ερωτικό τους σάλπισμα: παρών! Υπάκουγα, γεμάτα αθωότητα κι ανηξεριά σαν όλα τα ζα. (Στράτης Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω)
- άλλες μορφές: οζά (Κρήτη)
- Ζα, μα τα Ζα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.