ε.α.
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Από τα αρχικά των λέξεων : εν αποστρατεία
Συντομομορφή
ε.α. άκλιτο συντομογραφία
- χαρακτηρισμός του βαθμού βαθμοφόρου οποιουδήποτε κλάδου των ενόπλων δυνάμεων, που έχει αποστρατευθεί
- ↪ στη εκδήλωση παρευρέθηκε και ο κύριος Α. Ανδρέου, ταξίαρχος (ΠΖ) ε.α.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.