εἰσέρχομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ρήμα
εἰσέρχομαι
- μπαίνω μέσα
- ※ 5ος/4ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοφάνης, Βάτραχοι, 1362-1363
- παράφηνον εἰς Γλύκης, | ὅπως ἂν εἰσελθοῦσα φωράσω.
- φέξε μου να μπω στης Γλύκης | και μιαν έρευνα να κάμω ταχτική.
- Μετάφραση (1967), Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr
- παράφηνον εἰς Γλύκης, | ὅπως ἂν εἰσελθοῦσα φωράσω.
- ※ 5ος/4ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοφάνης, Βάτραχοι, 1362-1363
Πηγές
- εἰσέρχομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.