εύληπτα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εύληπτα < εύληπτος
Συγγενικά
- εύληπτος
- ευλήπτως
Ομώνυμα / Ομόηχα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εύληπτο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.