ευκολότερο

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ef.koˈlo.te.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευκολότερο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ευκολότερο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ευκολότερος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ευκολότερος

  • παλιότερος τύπος: εὐκολώτερον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.