ευαίσθητων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ευαίσθητων

  1. γενική πληθυντικού του ευαίσθητος
  2. γενική πληθυντικού του ευαίσθητη
  3. γενική πληθυντικού του ευαίσθητο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.