ετσιθελικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ετσιθελικά < ετσιθελικός

Επίρρημα

ετσιθελικά

  • με το "έτσι θέλω", επιβάλλοντας αυταρχικά την άποψη κάποιου ή την επιθυμία του

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ετσιθελικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.