εσωτερικεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εσωτερικεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εσωτερικεύω
  2. θα εσωτερικεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εσωτερικεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εσωτερικεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εσωτερίκευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.