εσωτερικεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
εσωτερικεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εσωτερικεύω
- θα εσωτερικεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εσωτερικεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
εσωτερικεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εσωτερίκευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.