ερωτιδεύς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ερωτιδεύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐρωτιδεύς

Ουσιαστικό

ερωτιδεύς αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἐρωτιδεύς)

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.