εργατική τάξη
Νέα ελληνικά (el)
Πολυλεκτικός όρος
εργατική τάξη θηλυκό
- Το σύνολο των εργαζομένων και των ανέργων μιας κοινωνίας, το προλεταριάτο.
- Η κατώτερη κοινωνική τάξη που δεν έχει καμία εξουσία, που εξασφαλίζει την επιβίωσή της μέσα από τον καθορισμένο μισθό της.
Μεταφράσεις
εργατική τάξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.