επ' ώμου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επ' ώμου <  δείτε τις λέξεις επί, ώμου και ώμος

Έκφραση

επ' ώμου

  1. (στρατιωτικός όρος) στρατιωτικό παράγγελμα για τοποθέτηση όπλου στον ώμο
  2. (μεταφορικά) για να δηλωθεί ότι κάποιος έχει επωμιστεί πολλές ευθύνες

  • παίρνω επ' ώμου

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.